- σκαλιστήρι
- το-ιού, εργαλείο γεωργικό κατάλληλο για το σκάλισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκαλιστήρι — το / σκαλιστήριον, ΝΑ μικρού μεγέθους εργαλείο κατάλληλο για ελαφρά ανασκαφή τού εδάφους, το οποίο χρησιμοποιείται στις κηπουρικές εργασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. βασανισ τήριον)] … Dictionary of Greek
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
άσκαφος — η, ο και άσκαβος, άσκαφτος, άσκαπτος (AM ἄσκαφος, ον) αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με σκαλιστήρι («άσκαφτο αμπέλι», «ἄσκαφοι ἄμπελοι») νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει ανοιχτεί με σκάψιμο («άσκαφτος λάκκος») 2. όποιος δεν… … Dictionary of Greek
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek
επισκαφείον — ἐπισκαφεῑον, τὸ (Α) σκαλιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκαφείον (< σκάφη)] … Dictionary of Greek
λισγάρι — το (AM λισγάριον, Μ και λισγάριν και λισκάριν) σκαπτικό εργαλείο, σκαπάνη, αξίνα, σκαλιστήρι μσν. μονάδα μήκους 25 περίπου εκατοστομέτρων που χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση τού βάθους ορυγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λισγάρι(ον) < λίσγος*] … Dictionary of Greek
περισκάλλω — ΜΑ σκαλίζω, σκάβω κάτι ολόγυρα με αιχμηρό όργανο, με σκαλιστήρι («ἀγρίας ἀμπέλους περισκάπτων ἤ περισκάλλων», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκάλλω «σκάβω»] … Dictionary of Greek
πλατυλίγιστον — τὸ, Α (ενν. κηπουρικόν) πλατύ λισγάρι, είδος πλατιάς αξίνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λίγιστον (< λίσγιστον < λίσγον «αξίνα, σκαπάνη, σκαλιστήρι»)] … Dictionary of Greek
πλατυλίσγων — ονος, ὁ, Α πλατύ λισγάρι, πλατύ σκαλιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λίσγος* «γεωργικό εργαλείο» + επίθημα ων] … Dictionary of Greek
σκαλίδα — η / σκαλίς, ίδος, ΝΑ εργαλείο για την ανατάραξη ή για το σκάψιμο τού χώματος, μικρή αξίνα με την οποία γίνεται το σκάλισμα, σκαλιστήρι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) ποτήρι, κούπα ή λεκάνη, σκάφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ τού σκάλλω + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ.… … Dictionary of Greek